- ὀρφάνιος
- ὀρφᾰν-ιος, ον, = foreg.,A desolate,
γῆρας AP7.466
(Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆρας AP7.466
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορφάνιος — ὀρφάνιος, ον (Α) [ορφανός] έρημος … Dictionary of Greek
ὀρφάνιον — ὀρφάνιος desolate masc/fem acc sg ὀρφάνιος desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek